γάμος A.Supp.798
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δαΐκτωρ — ( ορος), ο (Α) [δαΐζω (Ι)] ο δαϊκτήρ … Dictionary of Greek
δαίκτορος — δαΐκτορος , δαΐκτωρ masc gen sg δαίκτωρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)